Page Nav

HIDE

Grid

GRID_STYLE

Pages

Classic Header

{fbt_classic_header}

Breaking News

latest

Η ΟΞΩΜΕΡΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ-ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ- by Haris Koutelakis

1 Η ΟΞΩΜΕΡΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ –ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ- π. Μάρκου Γ. Φώσκολου, Η Οξωμεριά της Τήνου κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα, Αθήνα 2012, σελ. 1-5...

1
Η ΟΞΩΜΕΡΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ
–ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ-
π. Μάρκου Γ. Φώσκολου, Η Οξωμεριά της Τήνου κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα, Αθήνα 2012, σελ. 1-542, έκδοση της Αδελφότητας των Τηνίων εν Αθήναις.
Το βιβλίο που ξεκινά με τα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ από την σελ. 5, περιλαμβάνει έναν «Πρόλογο του Δ.Σ. της Αδελφότητας» (σελ.7-8), εμπνευσμένο και διανθισμένο με ευχές για τα αναγκαία άλλωστε εργαλεία της επιστήμης (χρησιμοποιώ φράσεις του κειμένου), δηλαδή «την προσέγγιση των πηγών με κριτική σκέψη, μακριά από εξωραϊσμούς, προκαταλήψεις και προκρούστειες τακτικές που αποσκοπούν στην διαμόρφωση συνειδήσεων».
Υποτίθεται ότι όλα αυτά τα αρνητικά αποτελούν στοιχεία που παραμερίστηκαν από τον συγγραφέα, όπως αναφέρεται στον Πρόλογο (διατηρώ επιφυλάξεις και αμφιβολία για την πατρότητα του κειμένου του Προλόγου), αφού πρόκειται για «ένα έργο επίπονης έρευνας και μελέτης, δουλεμένο με τους πλέον αυστηρούς κανόνες της επιστήμης, (αφού) ελάχιστα πράγματα έχουν γραφεί τόσο για την κρίσιμη αυτή περίοδο όσο και για τα πριν και μετέπειτα χρόνια, (τα οποία) η παρούσα εργασία διαφωτίζει ….και αποτελεί μια σημαντική συμβολή στη βιβλιογραφία του Αιγαίου για τα χρόνια του ύστερου Μεσαίωνα».
Ακολουθεί ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ του συγγραφέα (σελ. 9-12), χαλαρός στο α΄ μισό του και γενικόλογος, απολογητικός και «εγωϊστικός» (με αρκετά «εγώ») στο υπόλοιπο τμήμα του, όπως «δικές μου ακόμη είναι οι απόψεις και οι ιστορικές υποθέσεις που διατυπώνονται στις σελίδες που ακολουθούν. Αν κάποιες από αυτές κατά το παρελθόν τις διατύπωσαν άλλοι, δεν πρόκειται για ηθελημένη «κλοπή», αλλά για άγνοια ή παράλειψη παραπομπής…. ό,τι εγώ διατύπωσα……εγώ όσο μπορούσα, έθεσα κάποια σημεία των ορίων», που προϊδεάζει ότι η μεν συγγραφή αποτελεί κάτι άλλο εκτός από επιστημονική εργασία ως προς την προσέγγιση των πηγών που διατίθενται, ο δε συγγραφέας δεν έχει ενστερνιστεί την επιστημονική δεοντολογία, και ίσως-ίσως δεν έχει την ευαισθησία και το καθήκον να παραπέμψει σ’ αυτούς που ανέφεραν σε έργα τους ζητήματα που σχετίζονται με την Οξωμεριά. Τα προβλήματα και τις αγκυλώσεις των τοπικών ιστοριοδιφών που αποσιωπούν τις πηγές από τις οποίες άντλησαν τις ιδέες, είναι γνωστά και έχουν δημοσιευθεί πρόσφατα. Φαίνεται πως οι επισημάνσεις και οι παρατηρήσεις δεν τους αγγίζουν, παρότι αποσαθρώνουν το κύρος τους και διαλύουν υπό τον έλεγχο της αυστηρής κριτικής τα γραφόμενά τους [βλ. Βιβλιοκρισίες στο περ. Τηνιακά 4 (2010) 477-505]. Έτσι συνεχίζουν να παράγουν και να αναπαράγουν δεδομένα που δεν αντέχουν στην επιστημονική κριτική.
Στην ΕΙΣΑΓΩΓΗ (σελ. 13-42), αφού προσδιορίζεται γεωγραφικά και διοικητικά η υπό εξέταση περιοχή της Τήνου, διευκρινίζεται ο όρος «Οξωμεριά», του οποίου ο συγγραφέας κάνει χρήση, και προσδιορίζονται οι οικισμοί που υφίστανται σ’ αυτήν, τονίζοντας ειδικά ότι η οργανωμένη συγκρότηση του οικισμού των Υστερνίων αρχίζει στο τέλος του 16ου αι. (σελ. 18), ενώ της Καρδιανής μόλις τον 17ο-18ο αι. (σελ. 23-24 σημ. 9, όπου τις τεκμηριωμένες προτάσεις άλλων, που βασίζονται στα μνημεία, στην ρυθμολογία τους και στην
2
αρχιτεκτονική τους, αλλά και στα προϊστορικά, κλασσικά και βυζαντινά αρχαιολογικά
ευρήματα του χώρου της, τις θεωρεί «ιδεολογήματα και απόψεις που βρίσκονται στον χώρο
είτε του επιθυμητού είτε του φανταστικού»). Στο Κεφ. 4 (σελ. 31) στο οποίο γίνεται λόγος για
τις δημοσιεύσεις άλλων σε ό,τι αφορά την Οξωμεριά, παραπέμπει στο αρχαιολογικού
πρωτίστως προσανατολισμού και με πλήθος φωτογραφικών τεκμηρίων έργο του Χάρη
Κουτελάκη, Τήνος αρχαία και χριστιανική1, όπου υπάρχουν «πολλές και χρήσιμες
πληροφορίες για την Οξωμεριά, από την αρχαία ως τη νεότερη εποχή, όχι όμως πάντα
τεκμηριωμένες». Τί να σκεφτεί κανείς αν συγκρίνει αυτά τα λόγια με όσα αντιφατικά
αναφέρονται στις σελ. 7-8 του Προλόγου, ότι δηλαδή «ελάχιστα πράγματα έχουν γραφεί»
και πώς να υπερκεραστεί η αμετακίνητη άποψη του συγγραφέα ότι τεκμήρια αποτελούν μόνο
τα έγγραφα, από τα οποία αποκλειστικώς προσπαθεί να ερμηνεύσει και να παρουσιάσει τα
πορίσματά του, αν και στηρίζεται εδραιώς και μάλιστα επαναπαυόμενος στις τοπωνυμικές
συλλογές του λαογράφου-εθνολόγου Αλ. Φλωράκη «που διαφωτίζουν πολλά σκοτεινά σημεία
και προβλήματα που συναντά ο ερευνητής» (σελ. 32, 58) και στα πονήματα του ιστοριοδίφη
Κ. Δανούση για τα οποία έχει ασκηθεί ανατρεπτική των απόψεών του κριτική; [βλ. Τηνιακά
4 (2010) 477-505]. Για τα πολλά και σοβαρότατα από την άποψη της ιστορικής βαρύτητας
λάθη ετυμολογίας και ερμηνειών της τοπωνυμικής συλλογής του Αλ. Φλωράκη πάνω στην
οποία στηρίχθηκε, βλέπε τόσο στο βιβλίο του υπογράφοντος την παρούσα βιβλιοκρισία
«Τοπωνυμικά και Ονοματολογικά της νήσου Τήνου: Η Ιστορία πίσω από τις λέξεις1+2», Αθήνα
2013, όσο και στην επανέκδοση του «Τήνος αρχαία και χριστιανική2, του ίδιου, όπου
αποκαθίστανται πλήθος από αυτά.
Ακολουθεί ο διαχωρισμός του αρχειακού υλικού που αφορά την «Οξωμεριά», με τα έγγραφα
που είναι πολιτικού, εκκλησιαστικού και ιδιωτικού περιεχομένου (σελ. 35-42), γίνεται
αναφορά στους νοτάριους που τα συνέταξαν, και έπεται το τεράστιο σε έκταση και σε
σημασία για κάθε ερευνητή σε ό,τι αφορά στην άποψη και στις θέσεις του συγγραφέα για
όσα εκθέτει ή σχολιάζει Μέρος Α΄ (σελ. 45-257), με το οποίο εισέρχεται στο κύριο έργο της
έρευνάς του με μια σύντομη ιστορική αναφορά για την κατάσταση στο νησί από τότε που
την διαχείρισή του ανέλαβε η Βενετία. Για όλο αυτό το Μέρος Α΄ του έργου (σελ. 45-257),
δεν υφίσταται όχι μόνο λεπτομερές ευρετήριο ονομάτων και τοπωνυμίων, όπως όφειλε να
πράξει κάθε σοβαρός ερευνητής, αλλά ούτε καν ευρετήριο λέξεων-κλειδιών ή πραγμάτων
που θα διευκόλυνε τους ενδιαφερόμενους να διασταυρώσουν και να συσχετίσουν τα
λεγόμενά του με τα έγγραφα του Μέρους Β΄ και τα εκεί επίσης σχολιαζόμενα ζητήματα.
Στην συνέχεια ο συγγραφέας, αφού ασχολείται με τα διάφορα χωριά και τα τοπωνύμιά τους,
όπως αυτά καταγράφονται στα υπό εξέταση έγγραφα, προτείνοντας ανεπιτυχώς ετυμολογίες,
περνά στο χαρτογραφικό υλικό της περιοχής αγνοώντας ή απαξιών να παραπέμψει στα
ανάλογα ήδη προ ετών δημοσιευμένα (Σαράφη Αικατερίνη, Τήνος, χαρακτικά και
ενδυμασίες, Αθήνα 2008 και Χάρης Κουτελάκης, Τήνος αρχαία και χριστιανική1, 351-361,
494-496, 503-504, του ίδιου, Αιγαίο και χάρτες με ανατρεπτική ματιά, Αθήνα 2008, έκδ. Στρ.
Φιλιππότη) και σχολιασμένα κείμενα ιζολαρίων και στους εκεί χάρτες (σελ. 51-58),
παραθέτει τα τοπωνύμια των εγγράφων (σελ.61-62), αναλώνεται σε ονόματα των χωριών του
νησιού που αναφέρονται στα 1614-1700 με έμφαση στον Πύργο ως «Πύργο των Αλβανών»
και ως «Μεγάλο Χωριό» που το αντιπαραβάλλει με το αντίστοιχο της Άνδρου, πρόταση που
3
δεν του ανήκει (και δεν παραπέμπει στον κτήτορα της πρότασης), ασχολείται με τα επιμέρους χωριά Πλατιά, Μαμάδο, Μαρ’λά και Ισμαήλ (ανορθόγραφα καταχωρημένα και επομένως με σημασίες που δεν ανταποκρίνονται στα ιστορικά δεδομένα. Βλ. Κουτελάκης Χάρης, Τοπωνυμικά και Ονοματολογικά της νήσου Τήνου2: Η Ιστορία πίσω από τις λέξεις», Αθήνα 2013), για να καταλήξει και πάλι στα Υστέρνια (σελ. 66-93).
Το επόμενο Κεφ. (σελ. 94 κ.ε) αφορά τις προσπάθειες των Βενετών να οργανώσουν αμυντικά την περιοχή της Οξωμεριάς, όπου θεωρεί αναγκαία και πάλι μια ιστορική αναδρομή. Συσχετίζει την εγκατάσταση Αλβανών / Αρβανιτών με ανθρώπους που ήλθαν από την Άνδρο, πελαγοδρομεί και αμφιταλαντεύεται ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο έγινε αυτή η εγκατάστασή τους (υπήρξαν τουλάχιστον τέσσερες οργανωμένες εγκαταστάσεις τους στην Τήνο σύμφωνα με έρευνα που έχει περαιωθεί. Βλ. σχετικά στο Χάρης Κουτελάκης, «Τοπωνυμικά και Ονοματολογικά της νήσου Τήνου2: Η Ιστορία πίσω από τις λέξεις», Αθήνα 2013, Κεφ. Ε΄. Του ίδιου, Τήνος αρχαία και χριστιανική2, Κεφ. Α΄4, Θ΄1.1 και Θ΄1.2), τείνει τέλος στο συμπέρασμα ότι αυτή η εγκατάσταση έλαβε χώρα στις αρχές του 16ου αι.(σελ. 107, 112, 115), προχωρά με μια σειρά υποθέσεις (σελ. 111-112), για τις οποίες μεμφόταν κάποτε ιστορικό που τις μεταχειριζόταν ως εργαλείο προώθησης ζητημάτων, κάνει λόγο για «εξαλβανισμό» ελληνικών και δυτικών οικογενειών παραπέμποντας σε πηγή που ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα είναι πλέον ξεπερασμένη, και καταλήγει στο συμπέρασμα, μάλλον ορθά, ότι ο «πύργος των Αλβανών» κτίστηκε στα 1550. Η παρουσία των Αρβανιτών στο νησί, την οποία φαίνεται ότι μόλις τώρα ανακάλυψε (σελ. 118, 123-124), τον οδήγησε στην εξέταση των επωνύμων, όπου παρουσιάζει πρόσωπα και σχέσεις που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην περιοχή (σελ. 129-140) προβαίνοντας σε σχόλια άλλοτε επιτυχή και άλλοτε όχι.
Ιδιαίτερα χρήσιμα, αλλά τετριμμένα και γνωστά από πολλές και διαφορετικές βενετικές πηγές που σχολιάστηκαν από άλλους επιστήμονες, είναι όσα αφορούν τον «πρωτόγερο» ως θεσμό και τις ευθύνες του (σελ. 143-149) [βλ. Chrysostomides Julian, Byzantium and Venice (1204-1453), 161-163 του Κεφ. Χ], επιβεβαιώνοντας την πάγια διοικητική εφαρμογή των μέτρων αυτών από την Βενετία και στην Τήνο. Χρήσιμα ασφαλώς είναι όσα παρουσιάζει ως παράλληλο υλικό για τις διαμαρτυρίες των κατοίκων του νησιού και ιδιαίτερα των κατοίκων της Οξωμεριάς που στέναζαν από την αυθαίρετη και βαριά φορολογία των Σκούταρη, ενώ πολύ ενδιαφέρουσα είναι η πρότασή τους να επιστραφούν τα χρήματά τους εκ μέρους του Σκούταρη ως ανταποδοτική συμμετοχή για να γίνει το έργο της οικοδόμησης ενός αμυντικού έργου, ίσως του πύργου των Αλβανών (σελ. 150-161).
Όσα αφορούν στην νομισματική πολιτική και στις κοπές των βενετικών νομισμάτων που βρέθηκαν στην Τήνο (σελ. 163 και 207 με φωτογραφία νομισμάτων) είναι ήδη γνωστά από ολοσέλιδη παρουσίαση και προγενέστερη δημοσίευσή τους (Χάρη Κουτελάκη, Τήνος αρχαία και χριστιανική1, 289-290 και φωτ. 137, 138α΄-δ΄), στην οποία δεν παραπέμπει, ενώ λανθασμένα θεωρεί ως βενετικό νόμισμα του 1654 μια «κοπή ανάγκης» του τέλους του 19ου αιώνα! [βλ. για τέτοιου είδους κοπές βλ. Kutelakis Haris, «Un modo singolare di relazioni commerciali a Tilo nel 19 secolo», Actes du IIe colloque international d’ Histoire, Athènes 1985, 334-345 και στα ελληνικά, στο περιοδικό Δωδ.Χρον. Ι΄(1984) 325-337] συνδέοντάς την (περιέργως) με τον Βενετό προβλεπτή Lorenzo Corner, επειδή στην «κοπή ανάγκης»
4
αναφέρεται το όνομα Κορνήλιος (σελ. 163, 207). Το γεγονός ότι το όνομα είναι κτυπημένο με κεφαλαία ελληνικά, αποτρεπτικό επιστημονικά μιας τέτοιας σύνδεσης με τα νομίσματα της Βενετίας, μάλλον δεν ενδιαφέρει ή δεν προκαλεί τον απαιτούμενο επιστημονικό προβληματισμό και έλεγχο…
Το Κεφ. για το ισχύον στο νησί Δίκαιο, όπως αυτό εμφανίζεται στα έγγραφα της Οξωμεριάς αποτελεί ένα από τα αγαπημένα του θέματα, όπως φανερώνει ενασχόλησή του τα τελευταία τρία χρόνια, και πραγματικά πρέπει να τον συγχαρούμε για την ανάδειξη πτυχών του τοπικού Δικαίου. Ωστόσο η στήριξη πάνω του για να γραφεί η τοπική Ιστορία δεν αρκεί, καθώς στην προκειμένη περίπτωση η ειδίκευση δεν αποτελεί επιστημονική αρετή, αλλά απλή επικουρία.
Ενδιαφέρον είναι το Κεφ. για την Κοινωνία και την Οικονομία με την συναγωγή πορισμάτων για την γεωργία και τους μαστόρους, αλλά και για τους αγοραστές των προσόδων του νησιού Loredan και Scutari (σελ. 173-225), θέμα επίσης γνωστό και από άλλες πηγές.
Στα εκκλησιαστικά ζητήματα της περιοχής, όπου γίνεται εκτεταμένος λόγος για ναούς στα χωριά Πλατιά, Υστέρνια, Πύργο και για την γυναικεία μονή της Καταπολιανής (σελ. 226-256) οι ενστάσεις μου είναι πολλές ως προς τα συμπεράσματά του. Απλά εδώ αναφέρω ενδεικτικά ότι γυναικεία ορθόδοξα μοναστήρια στην περιοχή της Οξωμεριάς υπήρχαν από την Υστεροβυζαντινή εποχή κι αυτό όχι μόνο έχει αναφερθεί και αναδειχθεί στο βιβλίο Τήνος αρχαία και χριστιανική1, σελ. 266, 267, 278, 296, 335, 343, όπου μόνο ένας εθελοτυφλών δεν τα βλέπει, αλλά αποδεικνύεται και από την ύπαρξη της μονής «Κάτω Παναγιά» στην περιοχή του Πανόρμου και από τα λόγια της Θεοδούλης μοναχής που πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Καταπολιανής. Αυτό που περιστασιακά υπήρξε στην Τήνο, και διάρκεσε μόνο για δύο χρόνια (1614-1616), αφού τελεσίδικα και οριστικά κατεδαφίστηκε, ήταν ένα γυναικείο μοναστήρι καθολικών καλογραιών, είτε αμιγές είτε ενωτικό-μεικτό ως προς το δόγμα. Πίσω από τις λέξεις των εγγράφων, το έχω τονίσει και στο παρελθόν, βρίσκεται η αλήθεια. Κι αυτήν την αλήθεια, με επιχειρήματα βασισμένα σ’ αυτά που ο συγγραφέας μονίμως και παγίως θεωρεί ως τεκμήρια, δηλαδή στα έγγραφα, δεν μπορώ να την αποστερήσω από το επιστημονικό κοινό σιωπώντας (λεπτομέρειες στην επανέκδοση του βιβλίου Τήνος αρχαία και χριστιανική2, Κεφ. Β΄1α΄.1, όπου συνεξετάζονται και τα μοναστήρια της Βάνης-Κεχροβουνίου και της Οξωμεριάς).
Από την σελ. 257 μέχρι την σελ. 488 παρατίθενται τα έγγραφα, αριθμημένα και συνοδευόμενα επίσης με κάποια σχόλια, εκτενή πολλές φορές, και ακολουθούν οι Πίνακες Θανάτων (489-491), Ονομάτων, όπως παρουσιάζονται στα έγγραφα (491-502), Τοπωνυμίων (503-508), Όρων και Πραγμάτων (509-512), Μονών και Εκκλησιών (513), Νομισμάτων (513), Οικογενειαρχών του Πύργου στα 1805 (514-521), Φωτογραφιών (522-525) και ακολουθεί η Βιβλιογραφία με τις Αρχειακές και έντυπες πηγές και το Σημείωμα για την «Διακόσμηση» κάθε κεφαλαίου του βιβλίου (526-542).
Συμπερασματικά η προσφορά του συγγραφέα κρίνεται ετεροβαρής ως προς τον όγκο του έργου, καθώς τα πραγματικά νέα θέματα που αποτελούν συμβολή για την Ιστορία της περιοχής –και γι’ αυτό πρέπει να συγχαρούμε τον συγγραφέα--(Δίκαιο, ανέγερση του «πύργου των Αλβανών», ανάπτυξη του οικισμού των Υστερνίων και ίδρυση της μονής
5
Καταπολιανής) συνθλίβονται από την μερική επεξεργασία του θέματος ενός εκάστου (ας κρίνουμε λοιπόν εκ του αποτελέσματος, αν ισχύουν όσα αναφέρονται στον Πρόλογο του Δ.Σ. στις σελ. 7-8 περί αυστηρού επιστημονικού τρόπου συγγραφής του βιβλίου), από την έλλειψη ευρετηρίου Ονομάτων και Πραγμάτων του Α΄ Μέρους, όπου η αναζήτηση ενός ονόματος, ενός σχολίου ή ενός όρου αποτελεί πραγματική οδύσσεια για όποιον το αποτολμήσει, καθώς είναι αναγκασμένος να ξαναδιαβάσει επανειλημμένα τις 256 σελίδες που το απαρτίζουν μέχρι να εντοπίσει μετά από ώρες αυτό που αναζητεί, αλλά και από τα τραγικά λάθη μεταγραφής μεγάλου αριθμού ονομάτων και τοπωνυμίων που διατρέχουν ολόκληρο το βιβλίο. Λάθη για τα οποία ασφαλώς ευθύνεται ο συγγραφέας, έστω κι αν άλλοι ανέλαβαν την επιμέλεια του βιβλίου, και τα οποία σωρευτικά στην κυριολεξία αλλοιώνουν την ιστορική εικόνα της περιοχής και γενικά του νησιού, όπως επισημαίνονται και αποκαθίστανται αλλού (βλ. Χάρης Κουτελάκης, Τοπωνυμικά και Ονοματολογικά της νήσου Τήνου1+2, Αθήνα 2013, Κεφ. «Διορθώσεις τοπωνυμίων του Κώδικα 4» και Κεφ. «Διορθώσεις τοπωνυμίων της Οξωμεριάς». Του ίδιου Τήνος αρχαία και χριστιανική1+2, του ίδιου, Ιστορία του χωριού Αγάπητος Τήνου και της ενορίας του: Σειρά «Τήνος αρχαία και χριστιανική, Αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, Περίοδος Βυζαντινά-Μεσαιωνικά, Βιβλίο Νο 1», Αθήνα 2013. Του ίδιου, Φραγκοκρατούμενη Αθήνα και Τήνος (1204-1688): Δεσμοί και σχέσεις μεταξύ των τοπικών αρχόντων και οι επιπτώσεις τους στα χριστιανικά μνημεία, Αθήνα 2013). Μετά από όλα αυτά φαίνεται ανεδαφική και φαντάζει παράλογη η ευχή του συγγραφέα στην τελευταία παράγραφο του Προλόγου του (σελ. 12), «όπως εμφανιστεί σύντομα ο ερευνητής που θα φέρει στην επιφάνεια και θα διαφωτίσει την υπόλοιπη ιστορική πορεία της περιοχής κατά τους χρόνους που προηγήθηκαν και εκείνους που ακολούθησαν….». Με τις προαναφερόμενες πρόσφατες μελέτες αποδεικνύεται ότι οι Τηνιακοί της Κάτω και της Έξω Μεριάς αποτελούν τους καθολικού ή μεικτού δόγματος φυγάδες της Αθήνας-Αττικής και της Εύβοιας από το 1438, 1453, 1470 μαζί με τους αντίστοιχους της Άνδρου κατά το 1536, μετά την κατάληψη εκείνων των εδαφών από τους Τούρκους, ώστε αναδύεται επιτέλους η πραγματική grosso modo Ιστορία της Τήνου.
Βιβλιοπαρουσιάσεις δημοσιογραφικού τύπου, για το συγκεκριμένο έργο, σαν αυτές σε ημερήσιο έντυπο των Αθηνών, επιφανειακές και ενθουσιώδεις, με το στοιχείο του εντυπωσιασμού των ανυποψίαστων και του έντονου συναισθηματισμού, που διοχετεύονται εδώ κι εκεί και αποσκοπούν σε συγκεκριμένο στόχο, είναι μεν συμβατές με τις επιδιωκόμενες κοινωνικές σχέσεις και καλοδεχούμενες, όμως δεν μπορούν να έχουν θέση στην σκέψη κάθε ερευνητή, που υπηρετεί τον επιστημονικό λόγο και την προώθηση των ιστορικών ερευνών για το νησί.
Χάρης Κουτελάκης, δρ Αρχαιολογίας-Ιστορικός.