Page Nav

HIDE

Grid

GRID_STYLE

Pages

Classic Header

{fbt_classic_header}

Breaking News

latest

Ο γιατρός της Τήνου (Το θαύμα του μελτεμιού)

Όταν λέω πως θα πάω στην Τήνο , πολλοί με ρωτούν αν θα πάω να προσκυνήσω. Και τότε με τρώει να πω πως ο τόπος αυτός δεν έχει να κάνει ...

Όταν λέω πως θα πάω στην Τήνο, πολλοί με ρωτούν αν θα πάω να προσκυνήσω. Και τότε με τρώει να πω πως ο τόπος αυτός δεν έχει να κάνει μόνο με το θρησκευτικό τουρισμό και την περίφημη εκκλησία. Ή τουλάχιστον όχι η Τήνος έτσι όπως την έχω μάθει και αγαπήσει εγώ.
Η Τήνος όπως την είδα από την πρώτη κιόλας φορά που την επισκέφτηκα, αρχές του '90, αφού ενέδωσα στις παραινέσεις ενός φίλου που μου λεγε ασταμάτητα πόσο όμορφη είναι και με καλούσε για σαββατοκύριακο στο σπίτι του. Δεν με έπειθε, γιατί είχα κι εγώ αυτές τις αυτοματοποιημένες, έτοιμες εικόνες στο νου μου: αρχιτεκτονική της επταετίας, γιαγιάδες να μπουσουλάνε στα τέσσερα, ιδρωμένες και πληγιασμένες μέσα στο κατακαλόκαιρο, ψυγεία ΕΒΓΑ ξεχασμένα εκεί από τη δεκαετία του '80, ενοικιαζόμενα δωμάτια με στραβοκρεμασμένα κάδρα με τα Μετέωρα στους τοίχους και σαπιοκάραβα-θαλασσοπνίχτες να μυρίζουν δραμαμίνη και τσιγάρο.

Όμως αυτός ο δαιμονισμένος βοριάς που φύσαγε στη Μεσογείων όταν, πάνω σ' ένα μηχανάκι, τρέχαμε να προλάβουμε το πλοίο που έφευγε για Τήνο από Ραφήνα, μου θύμισε εκείνη την πρώτη μέρα που όδευα προς την Τήνο πως πάω στις Κυκλάδες. Tις Κυκλάδες που το γεμάτο μπετόν, ηλιακούς θερμοσίφωνες και πυρωμένη άσφαλτο Αθηναϊκό κεφάλι μου πάντα φοβόταν και ποθούσε. Και ο βοριάς αυτός με συνόδεψε σ' όλη την υδάτινη διαδρομή, απ' το λιμάνι της Ραφήνας που το 'χε ασπρίσει απ΄τις ριπές του, μέχρι το στενό του Κάβο Ντόρο όπου το καράβι χόρεψε μέσα στα τρίμετρα βουβά κύματα μια παράξενη Αιγαιοπελαγίτικη ταραντέλα, μέχρι την Τήνο που εμφανίστηκε μετά την Άνδρο μπροστά μας, ξερή και κοφτερή, σαν να οριοθετούσε την αρχή των Κυκλάδων.

Πριν προλάβω να δω το λιμάνι και τη Χώρα ήμουν ήδη στις στροφές για τον Κτικάδο, ένα από τα πολλά όμορφα χωριά του νησιού, για να καταλήξω σ' ένα παλιό πέτρινο σπίτι κρυμμένο ανάμεσα σε ένα πυκνό ιστό από σοκάκια, κατώγια, ασβεστωμένα σκαλοπάτια, μικρές αφανείς πλατείες, γιαγιάδες που τηγάνιζαν κεφτέδες, γάτες που κοιμόντουσαν, σεντόνια που στέγνωναν απλωμένα σε σκοινιά. Εκεί πέρασα το πρώτο μου βράδυ σ' ένα νησί που απλωνόταν άγνωστο, σκοτεινό και αχανές μέσα στο βράδυ, έξω απο τα βαριά πέτρινα ντουβάρια του σπιτιού. Κοιμήθηκα ανυπόμονος να ξημερώσει, ενθουσιασμένος μέσα σ' ένα κτιστό κρεβάτι, δίπλα σ' ένα μικρό παράθυρο, σ' ένα δωμάτιο που έκλεινε σαν ντουλάπα, σαν lit-clos σε φάρο της Βρετάννης, με το βοριά να μουγκρίζει απ' έξω και να λέει με βαρύτητα "δεν αστειεύομαι - να με φοβάσαι". Αυτόν τον βοριά έμαθα αρκετά χρόνια μετά πως οι ντόπιοι τον λέγανε για εκατοντάδες χρόνια "γιατρό", γιατί καθάριζε τον αέρα από τις ασθένειες, και αλλα τόσα χρόνια μετά ανακάλυψα ότι κάνει τα κύματα που 'ρχονται από τις μακρινές εκτάσεις του Βόρειου Αιγαίου να σκουντουφλάνε στις βορεινές παραλίες του νησιού, δημιουργώντας μικρούς καταρράχτες που μπορείς να χωθείς μέσα τους και να τσουλήσεις όρθιος πάνω σε μια σανίδα, σαν τους αρχαίους Πολυνήσιους βασιλιάδες.

Αυτούς τους κινούμενους υδάτινους καταρράχτες τους είδα την επόμενη μέρα, όταν επισκέφτηκα την παραλία της Λιβάδας. Παραλία άγρια σαν τα κύματα της κι ερημική σαν το φάρο της, που στέκεται δύο κάβους παραπέρα, τον φάρο που λέγεται Παπάργυρας και που φτιάξανε οι Γάλλοι το 1910. Αυτό το μικρό στοιχειωμένο κτίσμα που ξεκίνησα να βρω χωρίς να ξέρω που βαδίζω πάνω στους γκρεμούς, με τους γλάρους να με συνοδεύουν απορημένοι και τα κύματα να σκάνε από κάτω μου μανιασμένα. Μέσα σ' ένα τοπίο από απειλητικά βράχια, τρισφαγωμένα και χτυπημένα για χιλιάδες χρόνια απ΄τα στοιχεία της φύσης, τον είδα να εμφανίζεται σαν λάθος στο τοπίο, σαν αινιγματική μορφή σε κάποιο παράξενο όνειρο. Στεκόταν στο μάτι του βοριά, χωρίς την ανάγκη κανενός, χωρίς να λέει κουβέντα, περιμένοντας υπομονετικά μέχρι να πέσει το βράδυ για να πιάσει δουλειά. Δε μου χαρίστηκε αμέσως - δεν κατάφερα να βρω το μονοπάτι για να τον επισκεφτώ. Με ένα τηλεφακό τον φωτογράφισα και τον είχα κολλημένο για ένα ολόκληρο χειμώνα πάνω από το γραφείο μου στην Αθήνα, να με κάνει να ονειρεύομαι την Τήνο κι αυτό το διαολεμένο μελτέμι.


Το επόμενο καλοκαίρι όμως, τον συνάντησα από κοντά. Μια μέρα με τη θάλασσα γαληνεμένη, απέραντη και μπλε, να εκτείνεται ιλιγγιώδης ως την Ικαρία και την Τουρκία, περπάτησα στο μονοπάτι ως την άκρη του γκρεμού και επιτέλους τον συνάντησα. Το ίδιο καλοκαίρι άρχισα να μαθαίνω τα χωριά της Τήνου, που διάβασα κάπου με έκπληξη ότι είναι πάνω από πενήντα. Έμεινα στο χωριό που λεγεται Τριαντάρος, στο σπίτι ενός Γερμανού, δίπλα σ' ένα ανεμόμυλο. Ακινητοποιημένος από ένα ατύχημα για ένα μήνα διάβασα τους μύθους του Robert Graves, και από ένα μικροσκοπικό παραθυράκι κοίταζα τα μεσημέρια στον ορίζοντα τη Σύρο, τη Σέριφο, τη Σίφνο, και παραπέρα την Αντίπαρο, την Πάρο και τα βουνά της Νάξου να ξεπροβάλλουν αριστοκρατικά πάνω από το λάθος της Μυκόνου. Και όταν μπόρεσα να ξαναπερπατήσω ξεχύθηκα και έψαξα τα θέλγητρα της. Αυτήν την μαρμάρινη κυψέλη μέσα στο βράχο, κρυμμένη μέσα στην ευγένεια της μακρυά από τους αέρηδες, το χωριό που λέγεται Πύργος, την πατρίδα των μαρμαροτεχνιτών και γλυπτών του νησιού. Την σεληνιακή, πετρωμένη κοιλάδα που λέγεται Βωλάξ, με το σιγανό, νανικό χωριό της. Την πιο όμορφη γωνιά των Κυκλάδων, που λέγεται Καρδιανή. Την εξωγήινη περιοχή των εγκαταλελειμμένων λατομείων πράσινου μαρμάρου που καταλήγει στα χωριά-φάντασμα Μαλί και Κουμελά, ψαροχώρια δίχως ρεύμα στο βορινότερο σημείο του νησιού, να αντικρίζουν δίπλα τους την Άνδρο, πέρα από ένα θαλασσινό στενό που έμαθα πως καθόλου τυχαία λέγεται Δύσβατο.

Μυρσίνη, Αγάπη, Καρδιανή, Υστέρνια, Εξώμβουργο, Σμαρδάκιτο, Παναγία των Αγγέλων, Σάντα Μαργαρίτα, Λουτρά, Βολάξ, Πλανήτης, Δρακονήσι - η Τήνος είναι γεμάτη τοπωνύμια που μιλάνε μόνα τους. Δεν υπάρχει χώρος και χρόνος να μιλήσει κανείς για όλα αυτά τα μέρη, αυτές τις αναρίθμητες κρυφές γωνιές του μαγικού νησιού, θύλακες "καθημερινής επαγγελίας", που στήνουν άθελα τους μικρά μονόπρακτα θεατρικά έργα, με μια πράξη που κρατάει για χρόνια και χρόνια, αδιάκοπα ζωντανή, καθαρή και ζωογόνα. Αυτές οι αυτοσχέδιες θεατρικές σκηνές του πυκνού και ολοζώντανου οικιστικού ιστού της Τήνου, μαζί με την ατίθαση φύση της, που άλλοτε σου δείχνει τα δόντια της, και άλλοτε σε αγκαλιάζει τρυφερά, συνθέτουν το θαύμα, αυτό που ο Χριστιανισμός το απέδωσε στα δικά του σύμβολα, και το έντυσε με τη δικιά του σημειολογία. Το θαύμα είναι όμως του ίδιου του τόπου, και είναι αυτόχθων, μυστηριακό, αδιαμφισβήτητο, και συνδυάζει τη φουρτουνιασμένη μελαγχολία του Κάβο Ντόρο με την αφρικάνικη έκρηξη των Κυκλάδων, την ευλογημένη, μυστική, αργόσυρτη ζωή των αναρίθμητων χωριών με την εξωτική ανακάλυψη αμμουδερών όρμων με κρυστάλλινα νερά, τον τοπικό ηδονισμό της γαστρονομίας και της βοερής, καλής παρέας με την ασκητική ομορφιά των μοναχικών ξωκλησιών που βρίσκεις μόνο μετά από ώρες σιωπηλό περπάτημα σε πανάρχαια μονοπάτια.

Στο μυαλό μου διασκεδάζω σκεπτόμενος τους προσκυνητές της Παναγίας αντί να ανεβαίνουν το δρόμο για την Παναγία, να ιδρώνουν περπατώντας στο κρυφό μεσαιωνικό μονοπάτι απ' το χωριό Μυρσίνη ως την παραλία της Λιβάδας, όπου θα εξαγνίζονται στα κρύα της νερά, κολυμπώντας δίπλα σε μια τεράστια θαλάσσια χελώνα, παίζοντας με τα κύματα, ταΐζοντας αυτές τις αστεία θρασείς, αδιάκριτες κατσίκες. Αυτό είναι το δικό μου προσκύνημα, κι αυτό φέρνω στο νου μου πλέον όταν με ρωτούν αν θα προσκυνήσω, και έτσι πλέον απαντάω χαμογελώντας καταφατικά. Ο γιατρός δεν είναι ο βοριάς της Τήνου - είναι ή ίδια η Τήνος.

Αναρτήθηκε 1η φορά στις 02/07/2012

[πηγή: http://lifo.gr/